- φήμη
- φήμη: ominous or prophetic utterance, voice, omen, Od. 20.100, Od. 2.35.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
φήμη η — φήμη, η 1. διάδοση, ό,τι διαδίδεται ανεύθυνα από στόμα σε στόμα, ανεξακρίβωτη είδηση: Υπάρχει η φήμη ότι θα γίνουν σύντομα εκλογές. 2. (νομ.), η κυκλοφορία διάδοσης στο κοινό για τη διάπραξη κάποιου αδικήματος. 3. η καλή ή κακή γνώμη για κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φήμη — a. fem nom/voc sg (attic epic ionic) φή̱μη , φῆμις speech fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήμῃ — φήμη a. fem dat sg (attic epic ionic) φή̱μηι , φῆμις speech fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… … Dictionary of Greek
Φήμη δ’οὔις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥντινα πολλοὶ… — См. Глас народа, глас Божий … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Φήμη γε μέντοι δημόθρους μέγα σθένει. — См. Глас народа, глас Божий … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
φήμηι — φήμῃ , φήμη a. fem dat sg (attic epic ionic) φή̱μηι , φῆμις speech fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φημῶν — φήμη a. fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φᾶμαι — φήμη a. fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φῆμαι — φήμη a. fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήμαις — φήμη a. fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)